- αναδρομιά
- η [ανάδρομος]1. δρόμος στενός και ανηφορικός2. πορεία σε ανηφορικό δρόμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάδρομος — Αυτός που κινείται προς τα πάνω ή προς τα πίσω. Α. λέγεται συνήθως το συρματόσκοινο ή άλλο δυνατό σκοινί που είναι τεντωμένο λοξά από τα κατάρτια στο κατάστρωμα ή τον πρόβολο πλοίου ή από το ένα κατάρτι στο άλλο. Πάνω σε αυτό το σκοινί στηρίζεται … Dictionary of Greek